πρώϊρα

πρώϊρα
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πρώρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρῶιρα — πρῷρα , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώιρα — πρῴ̱ρᾱ , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc/acc dual πρῴ̱ρᾱ , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc/acc dual (ionic) πρῴ̱ρᾱ , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • корма — кормчий, укр. корма, ст. слав. кръма, болг. кърма, сербохорв. кр̀ма рулевое весло , словен. krma. Стар. и кажущееся убедительным сравнение с греч. πρύμνΒ̄, ион., гомер. πρύμνη корма , греч. πρέμνον толстый конец бревна (Соссюр, МSL 7, 92; Мейе,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”